- ισραηλινός
- η , ό[ν] израильский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ισραηλινός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κράτος τού Ισραήλ 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. Ισραηλινός, ή ο υπήκοος τού κράτους τού Ισραήλ … Dictionary of Greek
Ισραηλινός — ο θηλ. ή ο πολίτης του Ισραήλ ή ο καταγόμενος από αυτό: Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ισραηλινός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στο Ισραήλ ή που προέρχεται από αυτό: Ισραηλινά στρατεύματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Μεσανατολικό — Όρος με τον οποίο αποδίδεται η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής (Μικρά Ασία, Αραβική χερσόνησος και βορειοανατολική Αφρική) και του Ισραήλ, σχετικά με εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις. Η σύγκρουση του 1948 ανάμεσα… … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
Καμπ Ντέιβιντ — (Camp David). Η εξοχική κατοικία του προέδρου των ΗΠΑ. Κατασκευάστηκε από την Υπηρεσία Εθνικών Πάρκων το καλοκαίρι του 1942, κατόπιν εντολής του προέδρου Φράνκλιν Ντελάνο Ρούζβελτ, και ονομάστηκε αργότερα Κ.Ν. από τον πρόεδρο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ … Dictionary of Greek
Κατζ, Εφρέμ — (Ephraim Katz, Τελ Αβίβ 1932 – Νέα Υόρκη 1992). Ισραηλινός ιστορικός του κινηματογράφου και συγγραφέας. Σπούδασε νομικά και οικονομικά στο πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ και αμέσως μετά εγκαταστάθηκε στην Αμερική, όπου ασχολήθηκε με τις πολιτικές… … Dictionary of Greek
Μπεγκίν, Μεναχέμ — (Μπρεστ Λιτόφσκ Πολωνίας 1913 – 1992). Ισραηλινός πολιτικός. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας. Νεότατος εντάχθηκε στην εθνικιστική σιωνιστική νεολαία Μπετάρ. Κατά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο εκτοπίστηκε στη Σιβηρία (1939), ενώ το 1942… … Dictionary of Greek
Μπεν Γκουριόν, Νταβίντ — (Πλονσκ, Πολωνία 1886 – Τελ Αβίβ 1973). Ισραηλινός πολιτικός. Μετά τη διακήρυξη Μπάλφουρ (1917) υπήρξε από τους οργανωτές της εβραϊκής Λεγεώνας και (1921 45) γραμματέας του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος του Ισραήλ (Μαπάι). Οπαδός της συνεργασίας με … Dictionary of Greek
Μπούμπερ, Μάρτιν — (Βιέννη 1878 – Ιερουσαλήμ 1966). Ισραηλινός φιλόσοφος. Μελετητής των ηθικών και θρησκευτικών προβλημάτων, διετέλεσε καθηγητής της συγκριτικής θρησκειολογίας στο Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης έως την άνοδο του ναζισμού στην εξουσία. Μετανάστευσε… … Dictionary of Greek